Η τσικουδού.   

                     

Του Μπάμπη Κοιλιάρη.

 

Σαν ήπλωσαν τις τσόλες κάτω απ την πρώτη τσικουδιά, η μάνα της, της ήδεσε σφιχτά το μαντήλι γύρω απέ τα πλούσια μαύρα μαλλιά της. Πράγματι η κοτσίδα της Μαριγώς κόντευε να φτάσει στις κλειδώσεις της, πίσω απέ τα γόνατα. Της ήρεσενε να τα δείχνει τα μαλλιά της και κάθε βράδυ στο λιβάδι του χωριού ήτανε το κύριο θέμα για μικρούς και μεγάλους. Η όμορφη Μαριγώ στα 16 της πια, φαντίνα κόρη, είχενε τις δικές ντης ανησυχίες. Ο έρωτας, ηχτύπησενε το μικρό πορτάκι απάνω από τ’ αριστερό της στήθος.

 

Όσο η μάνα της η κυρά Κική της ήσφιγγενε το μαντήλι, για να μην κολλήσουνε πάνω στα μαλλιά της κρεμεντίνες, τόσο η Μαριγώ ήστριβενε το κεφάλι της κατά την εμπασιά μεριά.

-Μα ίντα βλέπεις εκείνα μωρή Μαριγώ; Κάτσε κομματάκι ήσυχα. Κάτσε που να σε πάρει το καλό. Τι περιμένεις; δεν έρχεται κανένας. Μόνο εγώ εσύ και ο κύρης σου θα τα μαζέψουμε τα τσίκουδα. Άντε και σε λίγο θα βγει ο ήλιος και με τη ζέστη θα τρέχει πιο πολύ η κρεμεντίνα από τις κόφτισες.

 

Πράγματι η μάνα της είχενε δίκιο. Ο μεγάλος της αδελφός, ο Νικόλας είχενε φύει για τον Καναδά. Τονε καλέσανε πρι κάνα χρόνο οι θείοι του, για να πα να δουλέψει. Καλά ήτανε, τους έγραφε. Όμως τώρα όλες τις βαριές δουλείες, τις έκαμνε πια μόνος του ο Πατέρας, ο μαστρο Γιώργης. Αυτός να σπείρει, αυτός να θερίσει, αυτός να μαζέψει τα αμύγδαλα και τα τσίκουδα. Αυτός να πάει μεροκάματο στο κόμμα στον Κάμπο. Όλα πάνω του. Και η μάνα της η Κική κι αυτή άξια γυναίκα. Επήαινε στο βουνό και ήφερνε δεμάτια τα ξύλα για το φούρνο, για το φαΐ τος.

 

Και η Μαριγώ, ε!! ευτή πια, την είχαν μη βρέξει και μη στάξει. Ήτανε το πούλουδό τος, Πουλουδιά την φώναζε ο πατέρας της και η μάνα της, της ήπαιρνενε ότι πιο καλό και πιο γυαλιστερό από το Μουστάκα, τον πραματευτή. Ήβαζενε η Μαριγώ τις κορδέλες στα μαλλιά και ήτρεχενε κάθε βράδυ μέχρι το Νιό (πηγάδι) να βρεθεί με τον Παναγιώτη. Όμορφο παιδί ο Παναγιώτης και προκομμένος. Μόλις ετελείωσενε από φαντάρος και ήπιασένε αμέσως δουλειά. Ξυλουργός τους καμπούσικους μαγγάνους.

 

-Ξύπνα μαρή Μαριγώ!!! Θα σου πέσει η σκάλα στο κεφάλι. Ο καμένος ο πατέρας σου προσπαθεί να κατεβάσει τα πιο ψηλά κι εσύ ονειρεύγεσαι πάλι. Μα ήθελα να ‘ξερα ίντα σκέβεσαι και είσαι σα χαμένη! Της εφώναζενε η μάνα της. Πράγματι ο μαστρο Γιώργης είχε φτάσει στα πιο ψηλά κλαδιά της τσικουδιάς και όλο ήριχνε ράμνες πάνω στις τσόλες. Είχενε και ένα γκαζοντενεκέ με ένα ξύλινο γάντζο μαζί του πάνω στη σκάλα, μα ίντα να μαζέψει μ’ εδευτό;  Τα πιο πολλά του πέφταν κάτω. Έτσι οι γυναίκες όλο και μάζευαν ράμνες μέσα στα τσουβάλια τα τρίχινα.

 

Όσο προχωρούσενε ο πατέρας της, τόσο και η Μαριγώ εμάζευγεν τα τσίκουδα, όλο και περνούσεν η ώρα. Είχαν πολλή δουλειά ακόμα. Να μαζέψουν τις τσόλες με τα χύμα τσίκουδα, να πάνε να τα παστρέψουνε, να τα πλύνουνε να τα στεγνώσουν, και να τα πάνε στο λουτρουβειό. Μα η Μαριγώ σε ησυχία δεν ηκάθιζε. Όλο και επήαινε προς την εμπασιά του χωραφιού και εκοίταζενε το δρόμο. Η μάνα της δεν εμίλιενε. Σε λιγάκι της λε – Μαρή Μαριγώ πιασε μου από κεινά το τσουβάλι. Κάνει μια στροφή στα γρήγορα η Μαριγώ, σπρώχνει τη σκάλα κι ακού ένα ΑΑΑΑΑΑ. Τι να δει; Ήτανε ο καμένος ο πατέρας της που σαβούρντισε κάτω μαζί με τη σκάλα.

 

Γυρίζει η Μαριγώ τονε βλέπει με όλα τα φύλλα και τα τσίκουδα κολλημένα πάνω στη μούρη του, κι ήσκασενε στα γέλια. – Μωρή λωλή είσαι; Της λε η μάνα της. Έλα να βουθήσομεν τον κύρη σου, να δούμε μπας κι ήπαθενε τίποτα… σταμάτα να γελάς.

Πράγματι ο μαστρο Γιώργης με τις κρεμεντίνες από τα κλαδιά που εκλάδεβένε και τα φύλλα και τα τσίκουδα, ήμοιαζένε σα ξεπουπουλιασμένη πέρδικα. Τρέχουνε μάνα και κόρη, τονε σηκώνουμε και τονε καθίζουμε στο ντουβαράκι. – Γιωργή μίλιε μου, Γιώργη μίλιε μου, του λεένε η γυναίκα του. Εκείνος  όλο Αχ Ωχ … ‘εν ήβγαζένε λέξη. Και το άλλο, το λωλό, η Μαριγώ ξελιγωνούντανε στα γέλια.

 

Η αλήθεια είναι πως εκείνη την ώρα ο Γιώργης δεν ήτανε πολύ ψηλά, μα ίσαμε δυο μπόγια. Μα ‘ε θε πολύ ο άθρωπος να πάθει.

Πάνε, τονε σηκώνουμε πάνω, η μάνα από δω η κόρη από κει. – Άντε Γιώργη πάμε σπίτι του λέει η Κική. –Ε μπορώ… το ποδάρι μου. Βάστα με κομματάκι να καβαλικέψω το γάδαρο να με πα σπίτι. Έτσι κι έγινε. Του φέρανε το γάδαρο κοντά και σαλτάρει με το ένα πόδι πάνω στη Μώρα (έτσι λέγαν τη γαδούρα). Της δίνει μια η Μαριγώ στα ξεκάπουλα και παίρνει δρόμο η Μώρα. – Μωρή Μαριγώ θα τονε σκοτώσεις τον κύρη σου. Ολάκερη κόρη της παντρειάς είσαι. Βάλε κομματάκι μυαλό πια.

 

Ο Γάδαρος επήρενε τη κατηφόρα και οι δύο γυναίκες είχαν να μαζέψουν, τσόλες, τσουβάλια, ντενεκέδες, δαύρες, πριόνια, όλα στον ώμο. Ξεκίνησαν σιγά -σιγά ελπίζοντας πως ο πατέρας ‘α βρει το δρόμο για το σπίτι. Η Μαριγώ ήτανε καλομαθημένη, ‘εν την είχανε για να σηκώνει. Όμως για καλή της τύχη, (που ξέρεις; μπορεί και να τανε μιλημένα) Να σου ο Παναγιώτης που ερχούντανε από ισιαπάνω τον Αγιο Μαθαίο.…. – Καλημέρα κυράδες, να βουθήσω; Καλοσυνάτος και προκομμένος πάντα μα τώρα του ήρθε κουτί η περίπτωση για να πουλήσει κομματάκι εκδούλευση στην μέλλουσα πεθερά του.

 

Καλώς το παλικάρι! λε η μάνα. –Γειά σου….  Παναγιώτη. Έκαμνε πως ‘εν τονε ξέρει η Μαριγώ. Πως τάχα ‘ε θυμάται το όνομά του. –Να βοηθήσω κυρά Κική; – όχι μπαιδάκι μου ‘α τα καταφέρωμενε. Α τα πάμενε κάτω σιγά -σιγά με τη Μαριγώ. – Μα ο δρόμος μου κατά δω είναι. Τος λε ο νιός. Επήρεν το λοιπό τα πράματα της Μαριγώς και τα πριόνια απ το χέρι της πεθεράς του και κατηφορίζανε για του Μπαρούτη μεριά. Εφήκανε τη μάνα της να πηαίνει ομπρός και το ζευγαράκι πίσω. Εκείνη, η κυρά Κική ξύπνιος άθρωπος ήξερενε από καιρό τα καμώματα της κόρης μα ‘εν εμίλενε. Τα κρυβένε κι από το μαστρο Γιώργη για να μην το ξεσηκώνει.

 

Το ζευγαράκι εκοιταζούντανε όλο το δρόμο χωρίς να μιλούν και ήταν όλο χαμόγελα και σορόπια. Ο Παναγιώτης ήταν όλη η χαρά δικιά του. Δεν εξεκόλανε τα μάτια του από τη Μαριγώ. Όμως ο δρόμος ήταν κακοτράχαλος όλο πέτρες, σα μποταμός. Έτσι πολλές φορές ο Παναγιώτης σκόνταφτενε και παραλίγο να πέσει. Ήσκανε στα γέλια η Μαριγώ που το βλεπενε σαν αστείο πράμα. Μα το πιο αστείο ήτανε παρακάτω, εκεινά στο Πευκάκι. Εδεκεί ο καμένος ο μαστρο Γιώργης επάλευγενε  με τη Μώρα. Αυτή είχενε δει ένα ψόφιο φίδι πατημένο στο δρόμο και μουλάρωσενε. Εκόντευενε να τονε ρίξει κάτω και να σπάσει και τα άλλο του ποδάρι ο Γιώργης.

 

Ο Παναγιώτης, ας είν καλά το παλικάρι, ήτρεξένε και πήρενε το ψόφιο φίδι από το δρόμο. Εδέτσι επήανε όλοι στο σπίτι. Εφωνάξανε και τη μαμή να δει το ποδάρι του Γιώργη. –Εν είν’ τίποτα, το φνείδιασένε πέφτοντας, λέει η μαμή. Θε δυο τρεις μέρες και ‘α σιάξει. Που α πάει;. Βάλε του κομμάτι κατάπλασμα πάνω μα πρι τρίψε το με τσικουδόλαδο. Ο Γιώργης εκατσούφιασε. –Τι ήπαθες Γιώργη; Λυπάσε το τσικουδόλοαδο; Αν είναι να σιάξεις γρήγορα…

Όχι βρε Κική …. Να αύριο πρέπει να κατέβω στην Χώρα, ποιος θα μου πουλήσει τα τσίκουδα, θα μαρατζιάσουν μετά από τρεις μέρες. Έχει καλό μεροκάματο. το ξέρεις!!

 

Η Κική ήσκηψενε το κεφάλι της ξέροντας πως τα τσίκουδα ‘εν ήπρεπε να μείνουν. ‘Εν είχαν και ψυγείο να τα διατηρήσουνε φρέσκα. Σκέφτηκενε διάφορα. Να σταματήσει την Μαλβίνα με τη μοτοσυκλέτα και να πάρει κομματάκι πάγο. Μα πάλι πόσο θα κρατήσει κι ευτός. Να τα κατεβάσει μέσα στη σύκλα στο πηγάδι που κάνει ψύχρα; Τι να κάμει, τι να κάμει….. εδεκεί που εκαθούντανε συλλοϊσμένη, μπαίνει στην κάμερα η Μαριγώ. – Μανά !! εγώ είμαι εδώ. Της λε. –Ε! σε βλέπω Πουλουδιά μου. Της απαντά η μάνα. – Άσε το απάνω μου μάνα. Συνεχίζει η Μαριγώ. Αύριο θα βάλω παντελόνια και θα κατέβω εγώ στη χώρα να πουλήσω τα τσίκουδα. Γι αυτό ετοίμασε μου το καλαθάκι και την πετσέτα. Πάω να κάμω χωνάκια.

 

-Εν είσαι καλά μωρή Μαριγή. Έχεις ξαναδεί τσικουδά γυναίκα; ‘Α σε πάρουνε με τις ντομάτες. Και καλά να ‘ναι άγουρες. Αν είν’ σάπιες? Εξαγριώθηκε η μάνα της που για την εποχή εκείνη τα κορίτσια δεν κατέβαιναν μονάχα τους στη χώρα αλλά και ένα παραπάνω δεν ήταν άξια να κάμουν εμπόριο και συναλλαγές. Σε καμιά περίπτωση δεν ήταν υποτιμητικό μα όχι για 16χρονα κορίτσια από χωριό, που έπρεπε να είναι στο σπίτι και να φτιάχνουνε τα προικιά τους.

 

Τότε συνέβηνε κάτι που ‘εν το περίμενενε η κυρά Κική. Ο Γιώργης ανασηκώθηκενε από το κρεβάτι και κοίταξε μια τη μία, μια την άλλη τις γυναίκες του σπιτιού. – Άστηνε να πά, Κική. Άστηνε να τρυφτεί με την αγορά. Οι εποχές αλλάζουν. Σε κάμποσα χρόνια οι γυναίκες ‘α δουλεύουν κάτω στα μαγαζιά σαν τους άντρες. Πρέπει να πά να αντιμετωπίσει τις δυσκολίες. Εξ άλλου θα έχει και άλλα παιδιά από δω. –Εύτα φοβάμαι βρε Γιώργη, πως θα αντιμετωπίσουν τη Μαριγώ; Πως θα της φερθούν; Η Μαριγώ έτριβε τα χέρια από τη χαρά της ακούοντας τον πατέρα της να συμφωνεί.

 

Όμως ο λόγος του πατέρα είναι πάνω απ όλα. Έτσι η Μαριγώ το άλλο πρωί, έβαλε τα άσπρα παντελόνια του αδελφού της, ένα άσπρο πουκάμισο και ανήμερα του Σταυρού κίνησε μαζί με τους άλλους για τη Χώρα. Όλοι στην αρχή γέλασαν που είδαν τη Μαριγώ με την τεράστια κοτσίδα να πηαίνει για να πουλήσει τσίκουδα. Όμως τηνε φοήθηκαν όταν με την τραγουδιστή φωνή της τα διαλαλούσε στην Απλωταριά. Και όλοι έτρεχαν να πάρουν τσίκουδα από την τσικουδού, που ήτανε καλή, γλυκομίλητη και έβαζενε κάνα-δυο τσίκουδα παραπάνω στο χωνάκι.

 

Το βράδυ, κατάκοπη αλλά ευχαριστημένη από την πούληση, γύριζενε πια, πίσω στο χωριό. Ο Παναγιώτης την περίμενε όπως πάντα κοντα στο πηγαδάκι, στο Νιό να της δώσει ένα λουλούδι κι ένα γλυκό φιλάκι.  Αργότερα οι δυο τους γίνανε ένα ταιριαστό ζευγάρι. Η τσικουδού η Μαριγώ και ο Μαγγανάρης ο Παναγιώτης, έζησαν καλά, κι εμείς καλύτερα.

Σχέδια: Μπάμπης Κοιλιάρης.

Μπάμπης Κοιλιάρης.

Ζωγράφος, αγιογράφος, συντηρητής εικόνων, συγγραφέας.

 

Σχετικές δημοσιεύσεις

Αφήστε ένα σχόλιο

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.